Το παρόν κείμενο δεν είναι διατριβή, αλλά ένα απλό, συγκινησιακά φορτισμένο και άκρως υποκειμενικό «ερωτικό γράμμα» προς έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς μας. Ένα μικρό πετραδάκι στη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Είναι, όμως, πρόσθετα, και μια αυθεντική κατάθεση της εμπειρίας ενός Τρικαλινού μαθητή, του συγγραφέως, προς τον μεγάλο συντοπίτη του: τον Βασίλη Τσιτσάνη. Για τον συγγραφέα, κατά κάποιον τρόπο, ο Τσιτσάνης υπήρξε από την παιδική του ηλικία μέχρι και σήμερα μια μορφή αέναης έμπνευσης, το σημείο επαφής του με ό,τι καλό έχει στον πολιτισμικό εξοπλισμό της η Ελλάδα του περασμένου αιώνα, μια Ελλάδα που ο ίδιος άφησε πίσω του ως μόνιμος κάτοικος του Παρισίου από το 1967.
Το Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο, Αθήνα 2008, του Γ. Μπαμπινιώτη περιέχει τα λήμματα Χατζιδάκις και Θεοδωράκης ενώ το λήμμα Τσιτσάνης απουσιάζει. Περιττό να προσθέσουμε ότι εξίσου απόντες ή απούσες είναι ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, η Μπέλλου, ο Τούντας, η Ρόζα κ.λπ. κ.λπ.
Ούτως ή άλλως, ο Τσιτσάνης είναι πολύ μεγάλος ώστε η απουσία του στο συγκεκριμένο λεξικό να έχει την παραμικρή σημασία. Η "παράλειψη" προκάλεσε στον συγγραφέα ένα φευγαλέο μειδίαμα, μισό πικρό μισό εύθυμο. Σημαντικό όμως είναι να αναζητήσουμε τη σημασία αυτής της παράλειψης. Τι συμβαίνει, τέλος πάντων, σε αυτή τη χώρα; Γιατί το λαϊκό τραγούδι, η μόνη συλλογική πολιτισμική δημιουργία μας τον περασμένο αιώνα, διαστρεβλώνεται και αποσιωπάται κατά τέτοιον τρόπο;
Η απάντηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς θίγει όλο το φαντασιακό του Νεοέλληνα. Το μπουζούκι, γλέντι του ντουνιά δεν μπήκε ποτέ στα σαλόνια της ελληνικής ελίτ, παρά μόνο υπό την "έντεχνη" -όρος μυστηριώδης- μορφή του. Ο Μπαμπινιώτης απλώς εκφράζει το πνεύμα της εποχής.
Το παρόν κείμενο δεν είναι διατριβή αλλά ένα απλό ερωτικό γράμμα προς έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς μας. Είναι, όμως, πρόσθετα, και μια αυθεντική κατάθεση της εμπειρίας ενός Τρικαλινού μαθητή προς τον μεγάλο συντοπίτη του. Αυτή την μετακένωση μιας εμπειρίας με πάθη και βιώματα γνησίως λαϊκά, επιδιώκει ο συγγραφέας, γι' αυτό και η ελπίδα του είναι η διαδικασία αυτή να πολλαπλασιαστεί· να πάρουν και άλλοι την πένα και να εκφράσουν την προσωπική τους σχέση με το λαϊκό μας τραγούδι. Οι αναλύσεις ας περιμένουν, προέχει η βασική και πηγαία αξιολόγηση και το βιβλίο αυτό αποτελεί θετικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).